Συνέχεια που το 2ο μέρος
Οι θκυο παπάες εξεκινήσαν πρωίν-πρωίν να πάσιν στον Αρχάγγελον Μιχαήλ, να λουτουρκήσουν την εκκλησιάν τζιαι να δουν ίνταμπου γίνεται στο μοναστήριν, αν χρειάζεται να κάμουν τίποτε για τες καλόγριες τζιαι την ηγουμένην.
Επερπατήσαν που μες τα χωράφκια, τον χωματόδρομον των περβολιών με τες πορτοκκαλιές αθθισμένες τζιαι μουσκομυριστές. Ήταν μια πανέμορφη μέρα ανοιξιάτικη, λλίον κρυαδούα το πρωίν αλλά με ολόφρεσκον αέρα να νώθει το πλάσμαν να ξαναγεννιέται. «Ίντασαι συννεφκιασμένος Παπά-Γιωρκή; Μα δε ίντα ωραία μέρα! Ίνταμπου σε τρώει;» «Εεε, τίποτε Παπά-Γιαγκουλλή, είμαι λλίον ποσταμένος, εν εκαλοτζιοιμήθηκα εψές.» «Να ππέφτεις ομπρήττερα, τζιαι τους καφενέες να τους κόψεις.» «Ναι, ναι, εν καλά που λαλείς» απάντησεν ο Παπά-Γιωρκής, που εσυμφώνησεν παραπάνω γιατί έθελεν να σιωπήσει ο Παπά-Γιαγκουλλής που εν έθελεν τζιαι πολλά να αρκέψει κήρυγμαν πάλαι για τα πρέποντα τζιαι μη πρέποντα.
Σιγά-σιγά εφτάσαν στο μοναστήριν. Εσιαιρέτισεν τους η Ευφροσύνη, αγέρωχη τζιαι περήφανη. Ο Παπά-Γιωρκής ήταν όπως το σσυλλούιν μπροστά στον μάστρον του. Αλλά τζιαι ο Παπά-Γιαγκουλλής άρπαξεν το δειν της ηγουμένης τζιαι ταράχτηκεν τζιαι τζιείνος. Επεράσαν την μέραν τους τζιαμαί, εφάαν τζιαι ήπιαν στην παρέαν της τζιαι συζητήσαν τα περί της Μονής, αλλά οι κουβέντες τους ήταν για τη μόστραν. Ο Γιαγκουλλής, αν τζιαι εν ήταν ποττέ του τσαλαβούττης σαν τον Παπά-Γιωρκήν, εβρέθηκεν σε μια περίεργη κατάστασην. Άρεσεν του πολλά η παρέα της Ευφροσύνης, εξεχώρησεν την ευτύς που τες υπόλοιπες μοναχές που ήταν αγράμματες γεναίτζιες του χωρκού. Η Ευφροσύνη ήταν διαφορετική, τζιαι κάτι στον τρόπον της αναστάτωσεν τον Γιαγκουλλήν τζιαι εν έξερεν ίνταμπου να κάμει. Ο δε Παπά-Γιωρκής τζιαι τζιείνος εκατάλαβεν ότι του γυάλλισεν τζιαι του Γιαγκουλλή η ηγουμένη. Πρώτην φοράν τον εθώρεν έτσι γλυκομίλητον, να θέλει να εντυπωσιάσει με την μόρφωσην του τζιαι τζιείνος. Για τον Γιωρκήν ήταν σάννα τζιαι εχάλασεν η γλυτζιά του, σάννα τζιαι ήρτεν ο Γιαγκουλλής να του τα φέρει άνω-πουκάτω.
Στον δρόμον της επιστροφής ήταν τζιαι οι θκυο τους αμίλητοι αρχικά. Σιγά-σιγά ο Γιαγκουλλής επήεν ν’αννοίξει κουβένταν. «Παπά-Γιωρκή έσιεις πολλές δουλειές με το ποίμνιον του χωρκού έννεν; Ίνταλως τες προκάμνεις;» «Μεν έσιεις έννοιαν Παπά-Γιαγκουλλή τζιαι προκάμνω τες μια χαρά.» «Μα γάμους, κηδείες, βαφτίσια, γιορτές, μνημόσυνα; Μπράβο σου πάντως.» «Ευχαριστώ» απάντησεν ο Γιωρκής, που εθώρεν καθαρά που το επήαιννεν ο Γιαγκουλλής. Επαρπατήσαν ακόμα λλίον αμιλητοι.
«Εγώ λαλώ να με αφήκεις να αναλάβω τζιαι γω κάτι να σε βοηθήσω, εν γίνεται να σκοτώννεσαι ποτζιεί-ποδά έτσι.» «Μα λαλείς Γιαγκουλλή; Εν γεγονός ότι επολλύναν ούλλα τον τελευταίον τζιαιρόν. Θέλεις να αναλάβεις τες κηδείες;» «Εεε, ναι, καλώ, αναλαμβάννω τες αν θέλεις.»
Πάλαι σιωπή. «Μα τούτος ο δρόμος στον Αρχάγγελον εν σε κουράζει; Εν ωραία αλλά εν κάμποσον μακρυά εν η αλήθκεια. Τζιαι τρώεις ούλλη μέρα.» Ο Γιωρκής εφουτουνιάστην. «Άκου να σου πω Γιαγκουλλή. Καταλάβω πολλά καλά ίντα παιγνίν παίζεις. Έσιει ούλλη μέρα που γλυκομιλάς τζιαι μέναν τζιαι της Ευφροσύνης. Αρέσκει μου πολλά να πααίννω στον Αρχάγγελον τζιαι να με αφήκεις ήσυχον, ακούεις;» Ο Γιαγκουλλής εσταμάτησεν. Πρώτην φοράν ετόλμαν να του αντιπολοηθεί ο Γιωρκής τζιια εν το εκαρτέραν. «Μα εγώ εν τζιαι…επήεν να πει.» «Ναι, εν τζιαι!» αντίκοψεν τον ο Γιωρκής. Ήρτες να νικατωθείς μες τες δουλειές μου ρε κοπελλούιν, μα νομίζεις εγιω εν εχτές που γεννήθηκα;» «Εγω εν εσέναν που σκέφτουμαι Παπά-Γιωρκή, να μεν πολλοκουράζεσαι, εν τζιαι είσαι τζιαι κοπελλούιν πιον.» «Οξά εγυάλλισεν σου η Ευφροσύνη ρε; Εκατάλαβα σε εγιώ, μεν νομίζεις πως έσσε κατάλαβα!»
Ο Γιαγκουλλής εσσιώπησεν σαν το κοπελλούιν που του θύμωσεν ο δάσκαλος. Μετά που κανέναν τέταρτον επήεν να συντύσιει πάλαι. «Άκου να δεις Παπά-Γιωρκή, έτσι εννά το κάμουμεν. Εννά πηαίννω εγώ στον Αρχάγγελον, εν επιτρέπει η ηλικία σου τζιαι η δουλειά σου να πηαίννεις εσύ. Εννά πω τζιαι στον Μητροπολίτην ότι έτσι εκανονίσαμεν.» «Να σου πω εγιώ ίνταμπου ‘ννα κάμουμεν ρε Γιαγκουλλή.» επολοήθηκεν ο Γιωρκής. «Να πάμεν τζιαι οι θκυο να προσευχηθούμεν, εγιώ στην Αγιάν Μαρίναν τζιαι σου στον Άην Μόδεστον. Όποιου του δώκει σημάιν ο Πλάστης μου, τζιείνος να πάει στον Αρχάγγελον τζιαι τέλειωσεν. Ίνταμπου λαλείς;» Ο Παπά-Γιαγκουλλής έμεινεν άφωνος. Εν τον είσιειν τζιαι για τόσον πιστόν τζιαι ευλαβήν τον Γιωρκήν. Άραγεσσου τζιαι ‘κρινεν τον λάθος; «Τζιαι αν δεν πιάμεν σημάιν που τον Πλάστην μας ίνταμπου ‘ννα γινεί;» «Ε, αδδέν πιάμεν να πάεις εσού στον Αρχάγγελον, επιτρέπω σου.»
Ο Γιαγκουλλής εσκέφτηκεν το λλίον τζιαι είπεν: «Καλάν, εν δίκαιον έτσι. Ας αφήκουμεν τον Πλάστην μου να ‘ποφασίσει. Αύριον που το χάραμαν πάμεν ο καθένας στο εκλησούιν του να προσευχηθεί.»
Άμαν εφτάσαν στο έμπα του χωρκού οι δρόμοι τους εχωρίσαν.
Συνεχίζεται