Η Κύπρος του 2032 (Β’)

Συνέχεια από το Α’

____________________

Η Λέσχη της ΕΟΚΑ Β’ στη Λευκωσία ιδρύθηκεν επίσημα το 2020, άμαν άρκεψεν η κοινή γνώμη να δέχεται πλέον την οργάνωσην τζιαι τα μέλη της χωρίς διαμαρτυρίες. Ήταν σε έναν ωραίον κτίριον κοντά στο Προεδρικόν, βουττημένη μες το πράσινον της ποταμωσιάς του Πηθκιά.

Ο Ττάσος έμπηκεν μες το μπαρ της λέσχης, ερημωμένον γιατί ήταν Πέμπτη νύχτα τζιαι ακόμα τζιαι ο λλίος κόσμος που είσιεν ακόμα λεφτά για τα έξω ήταν σπίτιν του τζιαι θώρεν στην τηλεόρασην τον Εθνικόν Λευκωσίας στο Γιουρόπα Λιγκ. Ο Ττάσος εκοίταξεν γυρόν αλλά εν είδεν τους άλλους θκυο. Η αλήθκεια ήταν ότι είσιεν έρτει λλίον νωρίς γιατί πάντα αγχώννετουν με τα ραντεβού. Επήεν στο μπαρ. Ο μπάρμαν ο Σωφρόνης ήταν που τον ουρανόν στην γην σε σύγκρισην με τους πολιτικούς, δικηγόρους τζιαι επιχειρηματίες που εσερβίρισκεν συνήθως. Με μακρυά μαλλιά, τατουάζ τζιαι ολόμαυρος που τον ήλιον, με θητείαν στες Αγιάνναπες, εφάτσαρεν λλίον σαν τον Λαλά Μουσταφά στην πολιορκία της Αμμοχώστου. Εφόρεν τζιαι μιαν φανέλλαν που έγραφεν Whitesnake πάνω, έναν συγκρότημαν που τον περασμένον αιώναν, τζιαι παντελόνιν δερμάτινον με μποτούες κκαουμπόικες, παρόλον που ήταν Ιούλης. Μόλις είδεν τον Ττάσον, έφεξεν η μουτσούνα του, γιατί εσσιυλλοβαρκέτουν που την ησυχίαν. Άπλωσεν τα σιέρκα του πας το μπαρ, με το τατουάζ του Ιντιάνου να φαίνεται πας το μπράτσον του. «Καλησπέρα κύριε Ττάσο; Είσαι καλά;» Ο Ττάσος ένεψεν με την τζιεφαλήν ‘ναι’ χωρίς να τον θωρεί, με το μάτιν του να διά γυρόν του μπαρ ακόμα. «Τι πίννουμεν;» «Ρε Σωφρόνη, έσιει τίποτε σπέσιαλ πόψε; Κανέναν Ττάλισκερ τίποτε; Άσσεν τζιαι Τζιώνη Γόκκερ ρε.» «Δυστυχώς κύριε Ττάσο μου εππέσαν λλίον ατυχίες στην… ‘προμήθειαν’ τζιαι μόνον Παντελίδην έχουμεν.» «Σσιχτίρ» εψιθύρισεν ο Ττάσος μέσα που τα δόντια του, «πάλαι πόμπες να πιούμεν σιόρ; ‘Ατε, βάρμου έναν ρούμιν του Παντελίδη ρε-ο θεός να το κάμει ρούμιν δηλαδή-με κάμποσην ΠΙΠ-ΚΟΛΑ πέρκι εν μας ψατζιέψεις.» «Αμέσως» λαλεί ο Σωφρόνης, τζιαι πήεν να φέρει παγάκια που την μηχανήν. «Α ρε, που τζιαιρός που εσπούδαζα στα Λονδίνα τζιαι μόνον σινγκολ μαλτ έπιννα. Πελλός που τους εκρώστηκεν τζιαι στράφηκεν σε τούντο νησίν α!»

Ο Σωφρόνης εστράφηκεν με τα παγάκια, τζιαι με την λαβίδαν επέταξεν θκυο μες το ποτήριν, έβαλεν μέσα ρούμιν μαστορικά, τζιαι τέλος την ΠΙΠ ΚΟΛΑ που την μηχανούαν. Έβαλεν καλαμάκιν τζιαι ομπρελλούαν πας το ποτήριν, τζιαι ‘κούμπησεν το πας το μπαρ. «Ορίστε κύριε Ττάσο. Να ανοίξω λοαρκασμόν οξά θέλετε να πιερώσετε τωρά;» Ο Ττάσος εκαλοσκέφτηκεν το πράμαν, «όι, να πιερώσω τωρά, πόσα είναι;» «30 λίρες κύριε Ττάσο». Ο Ττάσος έδωκεν το μικροτσιπ του του Σωφρόνη τζιαι ο Σωφρόνης εσκάναρεν το με το ποσόν. «Μα εν θωρείς την μάππαν κύριε Ττάσο;» Ο Ττάσος αγνόησεν τον, εκτός που έναν νέψιμον πάλαι πως εν τον έκοφτεν. Εσήκωσεν το ποτήριν να πιεί το ποτόν του, φκάλλοντας την ομπρελλούαν, τζιαι τζιείντην ώραν κάποιος τον επατσάρκασεν πας τον ώμον τζιαι λλίον να τα σιονώσει.

«Ρε τον Ττάσον μας! Εκάμαμεν μαύρα μμάθκια να σε δούμεν ρε!» Ο Ττάσος εγύρισεν, φανερά εκνευρισμένος αλλά εκατάφερεν να ποσφίξει έναν χαμόγελον τζιαι να το δώκει του Πόλυ. «Που είσαι ρε Πόλυ; Χρόνια τζιαι ζαμάνια ρε!» Ο Πόλυς εγύρισεν στο μπαρ τζιαι μιτσοκάμμισεν του Σωφρόνη. Ο Σωφρόνης επήεν μες την κουζίναν, έφκαλεν την πότσαν του Ττάλισκερ που τζιαμαί που την είσιεν χωσμένην τζιαι έγειρεν του μιαν διπλήν μεζούραν, ξερήν δίχα παγάκια, όπως το έπιννεν ο Πόλυς. Εστράφηκεν στο μπαρ με το ποτήριν. «Δυστυχώς κύριε Πόλυ μόνον Παντελίδην έχουμεν.» «Ξέρω το-εν πειράζει» τζιαι μιτσοκάμμισεν του ξανά ο Πόλυς. «Μα που εν ο Νίκος μας;». «Εν ιξέρω», τωρά ήρτα τζιαι γιω. Κάτσε τζιαι ‘ννάρτει». Ο Πόλυς ετράβησεν έναν στουλ τζιαι έκατσεν.

Εν επρόλαβεν να κάτσει ο κώλος του πας το στουλ, τζιαι βρέθηκεν μια ξανθή δίπλα του. «Κύριο Ππόλυ, τέλεις να μου κεράσεις ποτό;» «Όι πόψε Ρουσλάνα μου, έχω δουλειάν.» «Εντάξει καλό, άλλο νύκτα οκκέι;» «Εντάξει κούκλα μου». Μόλις έφυεν η Ρουσλάνα, το χαμόγελον του Πόλυ εξαφανίστηκεν τζιαι έδισεν το φρύν του. «Μα ίνταμπου θέλει πάλαι ο Νίκος πέμου; Πάλαι ονειρεύκεται μεγαλεία;» «Ποιος ιξέρει; Τώρα να δούμεν. Πάντως εγώ μετά την τελευταίαν φοράν εν πολλονικατώννουμαι, να το ξέρετε.»

Ακριβώς τζιείντην ώραν εμπήκαν θκυο γομάρκα μες το μπαρ, που εφορούσαν γυαλιά του ήλιου παρόλο που ήταν σκοτεινά. Εσταθήκαν τζιαι οι θκυο στην πόρταν, εξετάσαν το μπαρ στα γλήορα τζιαι ο ένας είπεν «ούλλα ΟΚ, εμπάτε». Ο Νίκος έμπηκεν, τζιαι πίσω του εμπήκαν αλλό θκυο γομάρκα, κλώνοι των πρώτων θκυο. «Καλησπέρα κοπέλια». Ελάτε να κάτσουμεν ποδά στο πριβέ που εννά έχουμεν ησυχίαν. Σωφρόνη μου, μιαν ΚΕΟ με τα παρελκόμενα. Έσιει τζιαι κανέναν Κοχίπα; Όι; Εν πειράζει.»

Εκάτσαν στο πριβέ. Ο Σωφρόνης ήρτεν με μιαν ΚΕΟ μεγάλην, ποτήριν, πιατούιν με κουννούες τζιαι άλλον πιατούιν με καρροττούιν με λεμόνιν τζιαι άλας. Ο Νίκος επήεν να άψει έναν Maltepe τζιαι ο Σοφρώνης ευτύς έφκαλεν αναπτήραν τζιαι έαψεν του τον. Μόλις έφυεν ο Σωφρόνης ο Νίκος εγύρισεν στους άλλους θκυο. «Μα εν θωρείτε την μάππαν ρε κοπέλια; Έδερνεν ο Εθνικός 1-0 που το εθώρουν μες το αυτοκίνητον. Ωραίον ματς.» «‘Αφηστες μαλακίες ρε Νίκο τζιαι πεμας ίνταμπου θέλεις.» Ο Πόλυς ήταν νευριασμένος γιατί ήταν να πάει να φάει ψάριν με κάτι τραπεζικούς τζιαι ακύρωσεν το. Εννα μουρμουρούν πάλαι ότι έστησεν τους, κοτζιάμου υπουργός εσωτερικών ήταν στο κάτω-κάτω.

Ο Νίκος έσσιυψεν τζιαι μίλησεν τους χαμηλόφωνα. «Λοιπόν κοπέλια. Έχω έναν πολλά φιλόδοξον, αλλά ένδοξον σχέδιον. Θα κάμουμεν ένωσην με την Ελλάδαν!» Οι άλλοι θκυο εγείραν ευτύς πίσω στες πολυθρόνες τους, αφού ήταν η χιλιοστή φορά που ακούαν τούντες πελλάρες. «Μα ρε Νίκο, με το συμπάθκιον δηλαδή, πάλαι τα ίδια; Αφού εδοκιμάσαμεν τζιαι πριν 10 χρόνια ρε κουμπάρε τζιαι επεριπαίζαν μας στα Ηνωμένα Έθνη. Πε του τζιαι συ ρε Πόλυ, πέρκι βάλει νουν.» «Όι, όι ρε, ακούτε με πρώτα. Εσκέφτηκα κάτι άλλον. Εν θα γινούμεν εμείς μέρος της Ελλάδας…εννά την προσαρτήσουμεν!»

__________________________________

Συνεχίζεται

This entry was posted in Ιστορίες, Πολιτικά τζιαι ιστορία and tagged , , , , , , , , , , , , , . Bookmark the permalink.

9 Responses to Η Κύπρος του 2032 (Β’)

  1. Ο/Η postbabylon λέει:

    άμμανα μου τζιαι έγινα μεγάλη φαν του Σήριαλ τούτου!

  2. Ο/Η Δεσποσύνη λέει:

    Pinky and the Brain

  3. Orange Soda Pip
    Upper Pip
    Άρκεψα τζιαι μπαίννω στο νόημαν.

  4. Ο/Η bananistanos λέει:

    Σωφρόνης , το Σω με ω το φρο Ο

  5. Ο/Η Ωραία Ελένη... λέει:

    Ρε μάριε μου… μου θυμίζεις τον φίλο σου τον Χρόνη τον Μίσσιο… στο καλά εσύ απέθανες νωρίς (μακριά μας…) νομίζω είναι που λείπεις και δεν μπορείς να δεις τί γινεται ακριβώς εδώ πέρα… και οι «δικοί» μας πολύ καλύτεροι δεν είναι… θα σου στείλω ιμαιλ ποιός μη εθνικόφρονων συντροφούλης αγόρασε μισού εκατομμυρίου σπιτάκι στις παλιές γειτονιές σου… ντά στο πατρικό σου… μόνο εμείς μείναμε … εβουρούσαμε να φτάσουμε την εκκίνηση και τώρα δεν ξέρουμε αν αξίζει ο τερματισμός ΤΟΥΣ…

  6. Ούλλα τζι’ αν αλλάξουν, η Ρουσλάνα, Ρουσλάνα! 🙂 Άμπα τζι’ εν μπιμπ-κόλα που έθελες να γράψεις;! Πάντως τα sequel παιρνού σου πολλά! ειδικά άμαν εν τρόμου, όπως λαλείς τζι’ η Πποστ!

Σχολιάστε